οκαδιάρικος

οκαδιάρικος
-η, -ο
αυτός που έχει βάρος ή χωρεί μία οκά: Οκαδιάρικο ψωμί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οκαδιάρικος — η, ο 1. αυτός που ζύγιζε μία οκά («οκαδιάρικο ψωμί») 2. αυτός που μπορεί να χωρέσει ποσότητα ίση με μία οκά («οκαδιάρικο μπουκάλι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οκαδ τού πληθ. τού ουσ. οκά + κατάλ. ιάρικος (πρβλ. παιχνιδ ιάρικος)] …   Dictionary of Greek

  • οκαλής — ο οκαδιάρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. okkali] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”